Στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου Β΄ συντελέστηκε η ύστατη αποτυχία και απαξίωση της βασιλείας στη Νεότερη Ελλάδα. Το 1965, μιμήθηκε τον παππού του εξαναγκάζοντας σε παραίτηση πρωθυπουργό που διέθετε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, χωρίς μάλιστα να προσφύγει αμέσως σε εκλογές αποδεχόμενος το αποτέλεσμά τους. Το 1967, πρώτα υπέκυψε στη χούντα, ορκίζοντας την πρώτη κυβέρνηση, και ύστερα, με το δικό του παιδαριώδες κίνημα, σπατάλησε ανώφελα τη δυνατότητα άμεσης ανατροπής της χούντας από τον στρατό.
Έγιναν βασιλείς και οι τρεις γιοι του Κωνσταντίνου Α΄, όχι όμως με την κανονική σειρά. Πρώτα ο δευτερότοκος Αλέξανδρος αποδείχθηκε καλύτερος από το αναμενόμενο. Αντίθετα, ο πρωτότοκος Γεώργιος Β΄ κατάφερε επανειλημμένα να απογοητεύσει ακόμη και τους βασιλόφρονες. Μετά τα Δεκεμβριανά, η βασιλεία απέκτησε ευρύτερη αποδοχή ως πόλος συσπείρωσης κατά του κομμουνισμού. Τον νέο ρόλο της ενσάρκωσαν ο Παύλος με τη Φρειδερίκη, με επιτυχία στην αρχή, αλλά έλλειψη προσαρμοστικότητας στη συνέχεια.
Ο Κωνσταντίνος Α΄, ο επονομαζόμενος «Δωδέκατος» ως συμβολικός διάδοχος του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα, απέτυχε οικτρά ως βασιλέας. Επηρεασμένος και από το περιβάλλον του και από την αρρώστια του, παραβίασε το πολίτευμα της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας και προσκολλήθηκε τελικά στο άρμα της Γερμανίας σε βάρος των συμφερόντων του κράτους του. Απόδειξη της ακαταλληλότητάς του ήταν και η πεισματική άρνησή του να παραιτηθεί έγκαιρα, σε όφελος της χώρας, αλλά και της δυναστείας.
Στη Νεότερη Ελλάδα, «ξενόφερτη» υπήρξε αναγκαστικά όχι η βασιλεία, αλλά η δυναστεία (όπως και σε άλλες χώρες). Δεν αρκεί όμως αυτό για να εξηγηθεί η αποτυχία της βασιλείας στη σύγχρονη Ελλάδα. Ο πιο επιτυχημένος βασιλέας ήταν ταυτόχρονα και ο πιο ξένος. Ο Γεώργιος Α΄ συμπλήρωσε πενήντα χρόνια βασιλείας, επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα στις κρίσεις. Αντίθετα, ο γιός του Κωνσταντίνος Α΄ υπήρξε κατά βάθος ο πιο Ρωμιός βασιλιάς, αλλά απέτυχε οικτρά.
Πιο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, βασιλευόμενες και αβασίλευτες, παρά οι αβασίλευτες με τα προεδρικά πολιτεύματα (όπως των ΗΠΑ). Εκτός από το Ηνωμένο Βασίλειο, υπάρχουν επτά ακόμη βασιλευόμενες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες στην Ευρώπη. Εξακολουθούν να προτιμούν την κληρονομική βασιλεία ως εγγύηση της συνταγματικής νομιμότητας, αλλά και ως ενσάρκωση της κρατικής υπόστασης, ιστορικής συνέχειας και ενότητας, όπως φάνηκε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν πολλά κράτη βρέθηκαν υπό εχθρική κατοχή.
Στις ξένες γλώσσες χρησιμοποιούν μόνο τον (ελληνικό) όρο «μοναρχία», ενώ στα ελληνικά υπάρχει και ο όρος «βασιλεία». Μπορεί λοιπόν να γίνει λόγος και για «βασιλευόμενη δημοκρατία», ενώ στις ξένες γλώσσες το ίδιο ακριβώς κοινοβουλευτικό πολίτευμα το ονομάζουν αναγκαστικά «συνταγματική μοναρχία». Αντίστροφα, στα ελληνικά η λέξη «δημοκρατία» σημαίνει άλλοτε το αβασίλευτο πολίτευμα και άλλοτε το δημοκρατικό, που στις ξένες γλώσσες ονομάζονται republic (από τα λατινικά) και democracy (από τα ελληνικά) αντίστοιχα.
Το τελευταίο διάστημα, δύο θάνατοι εστεμμένων προκάλεσαν μεγάλη συζήτηση για το ζήτημα της βασιλείας. Στη χώρα μας, η σχετική συζήτηση χαρακτηρίστηκε από απίστευτες ανοησίες και ανακρίβειες. Υπάρχει λοιπόν ανάγκη για μερικά διορθωτικά μαθήματα Ιστορίας, πρώτα για τη βασιλεία γενικά και ύστερα για τη βασιλεία στη Νεότερη Ελλάδα. Χρειάζεται πρώτα να συνειδητοποιήσουμε την οικουμενικότητα της βασιλείας στην παγκόσμια ιστορία. Για χιλιάδες χρόνια η βασιλεία υπήρξε το πιο συνηθισμένο πολίτευμα στον κόσμο.
Είναι λάθος να εξομοιώνουμε τους τωρινούς πρόσφυγες με εκείνους του 1922. Για να συνδέσουμε το παρελθόν με το σήμερα, αρκεί να αναλογιστούμε τις συνέπειες που είχαν οι εξαιρέσεις από την υποχρεωτική ανταλλαγή, δηλαδή η παραμονή του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των Ελλήνων στην Πόλη (και Ίμβρο και Τένεδο) με αντιστάθμισμα την παραμονή των Τούρκων (και άλλων μουσουλμάνων) στη Δυτική Θράκη. Μία χριστιανική εκκλησία με θεωρητικά οικουμενική εμβέλεια παραμένει αιχμάλωτη σε μουσουλμανικό κράτος. Επιπλέον, ενώ η ελληνική μειονότητα σχεδόν εξαφανίστηκε, η παρουσία τουρκικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη, που περιλαμβάνει τη μεγάλη πλειονότητα των εκεί μουσουλμάνων, δημιουργεί ανησυχίες για την ασφάλεια της Ελλάδας.
Με νέα ηγεσία από πρόσφυγες και με τη νέα στρατηγική του «Λαϊκού Μετώπου», το ΚΚΕ ήταν επιτέλους σε θέση να αυξήσει την επιρροή του μεταξύ των προσφύγων χάρη στην πρωτοφανή αλληλεγγύη, συνεργασία και ώσμωση μεταξύ οπαδών της Αβασίλευτης Δημοκρατίας μετά το αποτυχημένο Κίνημα του 1935. Στη διάρκεια της Κατοχής, οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν πολλούς πρόσφυγες στο ΕΑΜ, όχι όμως όλους. Από αντίδραση στη συνεργασία του ΚΚΕ με τους Σλαβομακεδόνες, μερίδα των προσφύγων και προπαντός οι τουρκόφωνοι Πόντιοι μετακινήθηκαν προς τα δεξιά. Ακριβώς η πολυδιάσπαση των προσφύγων ισοδυναμούσε με καθυστερημένη αφομοίωσή τους, αφού κατανεμήθηκαν στις ίδιες με τους γηγενείς μεταπολεμικές παρατάξεις.
Οι πρόσφυγες έμοιαζαν ευάλωτοι σε ανατρεπτική προπαγάνδα, παρά την αποκατάστασή τους, που έμεινε άλλωστε ανολοκλήρωτη στις πόλεις. Ως εθνοτική ομάδα που γνώριζε δυσμενείς διακρίσεις, αλλά και ως αγρότες ή ως εργάτες, οι πρόσφυγες ήταν εύλογο να στραφούν στην τότε Αριστερά, δηλαδή στο Αγροτικό Κόμμα και στο ΚΚΕ αντίστοιχα. Φαίνεται λοιπόν ότι η απήχηση των δύο κομμάτων ήταν μεγαλύτερη μεταξύ των προσφύγων. Το ενδιαφέρον του ΚΚΕ για τους πρόσφυγες εκδηλώθηκε αμέσως, με εντολή της Κομμουνιστικής Διεθνούς, της οποίας αποτελούσε «Ελληνικό Τμήμα» (ΕΤΚΔ). Υπήρξαν όμως σημαντικά αρχικά εμπόδια, όπως η πολιτική του στο λεγόμενο «εθνικό ζήτημα», για ανεξάρτητη Μακεδονία και ανεξάρτητη Θράκη.
Για τους πρόσφυγες ήταν διαρκής ο πειρασμός να εκπλειστηριάσουν τη συμπαγή ψήφο τους στο κόμμα ή στον πολιτικό που, κάθε φορά, υποσχόταν περισσότερα σε σχέση με τα αιτήματά τους. Αποδείχθηκαν εξαιρετικά ευάλωτοι στη δημαγωγία, αλλά και διαθέσιμοι για αλλοπρόσαλλα πολιτικά εγχειρήματα (ακόμη και φασιστικού τύπου). Με τον εκβιασμό ότι θα απόσχουν από τις εκλογές, κατάφεραν το 1926 να αρχίσει αμέσως η μερική προκαταβολή αποζημιώσεων. Ο Βενιζέλος όμως έκλεισε οριστικά το ζήτημα της «πλήρους» αποζημίωσης το 1930. Έτσι, στις εκλογές του 1933, αρκετοί πρόσφυγες παρασύρθηκαν από την ψεύτικη υπόσχεση του Αντιβενιζελισμού για πρόσθετες αποζημιώσεις ώστε να του χαρίσουν την εκλογική νίκη.
Η αδιαφορία του Αντιβενιζελισμού (ή πάντως μεγάλης μερίδας του) για τους αλύτρωτους μεταμορφώθηκε σε εχθρότητα όταν ήρθαν ως πρόσφυγες. Ο Αντιβενιζελισμός όχι μόνο απουσίασε από το έργο της προσφυγικής αποκατάστασης, αλλά και υποσχόταν ότι θα το ανατρέψει, ιδίως στις Νέες Χώρες και προπαντός στη Μακεδονία, όπου κρατούσε ζωντανές τις ελπίδες των γηγενών ότι θα έπαιρναν κάποτε τη γη των προσφύγων. Ο Αντιβενιζελισμός αρχικά αξίωσε τον αποκλεισμό ή διαχωρισμό των προσφύγων από το πολιτικό σύστημα, ενώ τους απέκλειε από τα δικά του ψηφοδέλτια. Μόνο βαθμιαία συνειδητοποίησε το Λαϊκό Κόμμα και προσωπικά ο Παναγής Τσαλδάρης τα οφέλη ενός ανοίγματος προς τους πρόσφυγες.
Οι πρόσφυγες ήσαν εκείνοι που εξασφάλισαν μετά το 1922 την εκλογική επικράτηση του Βενιζελισμού και την επιβολή της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Χωρίς τη διαρροή προσφύγων προς τον Αντιβενιζελισμό και προς την Αριστερά, ο Βενιζελισμός θα είχε παραμείνει στην εξουσία μέχρι τον πόλεμο και η Αβασίλευτη θα είχε εμπεδωθεί. Οι αλύτρωτοι Έλληνες και μελλοντικοί πρόσφυγες ήδη από το 1914-15 είχαν στραφεί στον Βενιζελισμό, που τους υποσχόταν σωτηρία. Μετά την Καταστροφή, μόνο χάρη στον Βενιζελισμό απέκτησαν όσα απέκτησαν: περίθαλψη, σπίτια, χωράφια, αποζημιώσεις, πλήρη πολιτικά δικαιώματα Ελλήνων πολιτών και προστασία απέναντι στην εχθρότητα των γηγενών. Υπήρχε επιπλέον η οιονεί θρησκευτική προσήλωσή τους στον Βενιζέλο.
Οι αντιλήψεις και συμπεριφορές πολλών γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες άγγιξαν τα όρια κανονικού ρατσισμού. Αμφισβητούσαν την ίδια την «ελληνικότητα» των προσφύγων, με ονομασίες όπως «τουρκόσποροι», «τουρκογεννημένοι» και «γιαουρτοβαφτισμένοι». Αμφισβητούσαν επίσης την ηθική των γυναικών προσφύγων, που ήσαν κατεξοχήν ευάλωτες σε εργοδότες. Πίστευαν ότι αυτοί έφεραν άδικα το βάρος της προσφυγικής αποκατάστασης και των αποζημιώσεων, ενώ οι πρόσφυγες ήσαν οι «ξένοι» που ήρθαν να τους πάρουν τη γη τους, γεωργική αλλά και αστική, και τις δουλειές τους, στη βιομηχανία και στο εμπόριο. Η επιδίωξη των γηγενών να διώξουν τους πρόσφυγες και να αρπάξουν τα χωράφια τους τροφοδοτούσε συνεχείς συγκρούσεις στην ύπαιθρο.
Οι περισσότεροι πρόσφυγες βίωσαν μία βίαιη διαδικασία κοινωνικού υποβιβασμού. Εύποροι αγρότες βρέθηκαν σε αστικές παραγκουπόλεις, ενώ αστοί βρέθηκαν στην ύπαιθρο. Ως ξεπεσμός βιώθηκε και η απώλεια της περιουσίας, η μετάβαση από μη χειρωνακτική σε χειρωνακτική εργασία, από θέση αφεντικού σε θέση μισθωτού και ιδίως εργάτη, η αμείλικτη ανάγκη να βρουν οι γυναίκες εξωτερική εργασία, αφού πολλοί άνδρες είχαν χαθεί. Μεταξύ προσφύγων και γηγενών δημιουργήθηκε και χάσμα «εθνοτικό» (ethnic). Πλήθος γλωσσικές και άλλες ιδιαιτερότητες διαφοροποιούσαν τους πρόσφυγες από τους γηγενείς. Το χάσμα διευρύνθηκε και συντηρήθηκε από την οικιστική απομόνωση των προσφύγων, που υπαγορεύθηκε από την πιεστική αντικειμενική ανάγκη ταχύτερης στέγασής τους.
Η αγροτική αποκατάσταση περιέλαβε περισσότερους από τους μισούς πρόσφυγες, αλλά η χωρητικότητα της υπαίθρου είχε πια εξαντληθεί. Είναι λοιπόν μύθος ότι οι Βενιζελικοί τάχα εγκατέστησαν πολλούς πρόσφυγες στις μεγάλες πόλεις για λόγους αποκλειστικά εκλογικούς. Τους πρόσφυγες ταλαιπώρησαν για δεκαετίες τα χρέη που δημιούργησε η αποκατάστασή τους, αλλά και η προσδοκία αποζημιώσεων για τις περιουσίες που άφησαν πίσω. Μόνο μία μειοψηφία μπορεί να θεωρηθεί ότι έλαβε ικανοποιητική ή και υπερβολική αποζημίωση. Τελικά η προσφυγική αποκατάσταση δεν σημείωσε καθολική επιτυχία και έμεινε ανολοκλήρωτη, με σοβαρές ανισότητες και αδικίες, σε βάρος κυρίως σημαντικής μερίδας των «αστών» προσφύγων, δηλαδή των προσφύγων στις πόλεις.
Είναι αδύνατο να υπολογιστεί με ακρίβεια ο συνολικός αριθμός των προσφύγων, αλλά οι πρόσφυγες από την Τουρκία μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ήσαν περίπου ένα εκατομμύριο. Η αγροτική προσφυγική αποκατάσταση είχε ως στόχο τον εφοδιασμό κάθε προσφυγικής οικογένειας με επαρκή γη, ζώα, εργαλεία και σπίτι. Μέχρι το 1938 περιέλαβε 668.000 άτομα (ή 167.000 οικογένειες), αλλά 83% του συνόλου είχαν ήδη εγκατασταθεί μέχρι τα μέσα του 1926. Περίπου 90% του συνόλου εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία και στη Θράκη. Αντίθετα, η «αστική» προσφυγική αποκατάσταση (στις πόλεις) αφορούσε μόνο τη στέγαση, προχώρησε με πολύ βραδύτερο ρυθμό και έμεινε για δεκαετίες ανολοκλήρωτη για τουλάχιστον 30.000 οικογένειες.
Έργο του Βενιζέλου και γενικότερα του Βενιζελισμού ως παράταξης, η αποκατάσταση και αφομοίωση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής υπήρξε το μεγαλύτερο ειρηνικό επίτευγμα του νεοελληνικού κράτους και έθνους, ως έμπρακτη απόδειξη της εθνικής αλληλεγγύης. Πέρα από το μέγεθος, υπήρξε μοναδική και η ταχύτητα του εγχειρήματος. Ποτέ άλλοτε δεν αξιοποιήθηκε η ξένη βοήθεια τόσο αποτελεσματικά και δεν πραγματοποιήθηκε τόσο γόνιμη συνεργασία μεταξύ Ελλήνων και ξένων, όσο στο πλαίσιο της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ). Έτσι επιτεύχθηκαν οι ανθρωπιστικοί, εθνικοί, αλλά και κοινωνικοί στόχοι που επιδιώχθηκαν. Στη συντριπτική τους πλειονότητα, οι πρόσφυγες έγιναν ιδιοκτήτες μικροαστοί της πόλης και του χωριού, όπως οι γηγενείς.
Στόχος της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών το 1923 ήταν να πάψουν πλέον να υπάρχουν ελληνικοί πληθυσμοί σε τουρκικό έδαφος και τουρκικοί πληθυσμοί σε ελληνικό έδαφος, ώστε να μην προκύπτουν εφεξής αφορμές για συγκρούσεις όπως πριν. Παραβίαση του ρεαλισμού της ανταλλαγής υπήρξαν οι εξαιρέσεις που πέτυχε ο Βενιζέλος, δηλαδή η παραμονή του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη (και στην Ίμβρο και Τένεδο), με αντιστάθμισμα την παραμονή των Τούρκων και άλλων μουσουλμάνων στην ελληνική Δυτική Θράκη. Έτσι, οι ελληνοτουρκικές διενέξεις διαιωνίστηκαν και εξαιτίας αυτών των εξαιρέσεων. Ειδικά στο ζήτημα του Πατριαρχείου, ο Βενιζέλος δεν ακολούθησε την αρχική ρεαλιστική σκέψη του.
Το φθινόπωρο του 1922, η Ελλάδα ήταν εκείνη που είχε άμεση ανάγκη μίας συμφωνημένης υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών. Όχι η Τουρκία. Οι περισσότεροι ελληνικοί πληθυσμοί την είχαν ήδη εγκαταλείψει και η ίδια απέκλειε την επιστροφή τους, αλλά και την παραμονή των υπολοίπων. Αντίθετα, στην Ελλάδα παρέμενε σχεδόν μισό εκατομμύριο Τούρκων. Χωρίς συμφωνία υποχρεωτικής ανταλλαγής, ήταν αδύνατο να εκδιωχθούν ώστε να χρησιμέψουν οι ακίνητες περιουσίες τους για την αποκατάσταση πολλών Ελλήνων προσφύγων από την Τουρκία. Η υποχρεωτικότητα υπήρξε λοιπόν αναπόφευκτη συνέπεια της τουρκικής στάσης. Χάρη στον Βενιζέλο, η σχετική ελληνοτουρκική σύμβαση υπογράφηκε έξι ολόκληρους μήνες πριν από την ίδια τη Συνθήκη Ειρήνης.