Στο διήγημα αποτυπώνεται η βαθιά αγάπη της μητέρας για τον ξενιτεμένο της γιο Γιωργή και η οδύνη και η απελπισία της για τον ανεξήγητο θάνατο του άλλου της γιου, του Χρηστάκη. Η επιστροφή του ξενιτεμένου γλυκαίνει κάπως τον πόνο της, αλλά δεν γιατρεύει τον καημό της. Εξορκίζει τον Γιωργή και τον άλλο γιο της, τον Μιχαήλο, να ψάξουν να βρουν τον φονιά του αδελφού τους και να μην τον αφήσουν ανεκδίκητο. Φυσικά, αγνοεί ότι φονιάς του γιου της είναι ο προστατευόμενος της Κιαμήλ, που στο παρελθόν τον είχε γιατροπορεύσει και σώσει από βέβαιο θάνατο.Διαβάζει ο ηθοποιός Μάνος Ζούρας.Για τον Γιώργο Βιζυηνό: Το πραγματικό ονοματεπώνυμό του ήταν Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης, γεννήθηκε στη Βιζύη στις 8 Μαρτίου 1849 και πέθανε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 1896 σε ηλικία 47 ετών. Ήταν Έλληνας πεζογράφος, ποιητής και λόγιος και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής λογοτεχνίας. Σπούδασε στην Ελληνική Σχολή Λευκωσίας και αργότερα στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου και ξεκινά να εκδίδει τα πρώτα του γραπτά, ποιήματα και διηγήματα. Θεωρήθηκε πρωτοπόρος και ανακαινιστής, ανοίγοντας τον δρόμο της νεοελληνικής διηγηματογραφίας, αντλώντας το αφηγηματικό του υλικό από προσωπικές και οικογενειακές μνήμες με κύρια χαρακτηριστικά τη δραματικότητα, την άρτια τεχνική και τη μυθιστορηματική πλαστικότητα των χαρακτήρων.
Στην «Τιμή και το Χρήμα» - το πρώτο κατά χρονολογική σειρά μεγάλο διήγημα του Θεοτόκη - περιγράφεται ιδιαίτερα το κερκυραϊκό προάστιο, το Μαντούκι, και γενικά η κατάσταση της Κέρκυρας στην εποχή της πρωθυπουργίας του Γ. Θεοτόκη. Ο συγγραφέας καυτηριάζει τα πολιτικά συστήματα της τότε εποχής, το κυρίαρχο ρουσφετολόι, την πρόοδο του συστηματικού λαθρεμπορίου στις κερκυραϊκές ακτές και την εξαχρείωση του εκλογέα. Ανάμεσα σε όλη αυτή την κίνηση πλέκεται το τρυφερό ειδύλλιο της Ρήνης και του Ανδρέα, που η χρηματική ανάγκη το παρακολουθεί για να το χτυπήσει θανάσιμα. Έτσι ο συγγραφέας, μας αποδεικνύει πόσο κυρίαρχα το χρήμα επιβάλλεται και στα δυνατότερα και αγνότερα αισθήματά μας.Διαβάζει η ηθοποιός Κρίνα Δαλακλή.Για τον Θεοτόκη: Ο Στέφανος-Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1872 - 1923) ήταν Έλληνας συγγραφέας και μεταφραστής, σημαντικός εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής. Ασχολήθηκε τόσο με την πεζογραφία όσο και με την ποίηση και την μετάφραση Σαίξπηρ, Γκαίτε και άλλων. Τα πιο γνωστά του έργα είναι οι νουβέλες «Η τιμή και το Χρήμα», «Κατάδικος» και το μυθιστόρημα «Οι Σκλάβοι στα Δεσμά τους». Τα περισσότερα έργα του Θεοτόκη έχουν κοινωνική κατεύθυνση, κλείνουν δηλαδή ένα κήρυγμα· τούτο όμως δεν ελαττώνει την λογοτεχνική τους αξία, , αλλά είναι λογοτεχνικές επιτεύξεις ενός συγγραφέα, που έχει πεποιθήσεις κοινωνικές και τις εκφράζει μέσα από τον μύθο του. Στα τελευταία του έργα, το ταλέντο του έχει καλλιεργηθεί στην πληρότητά του· διάλογος, περιγραφή, ψυχολογία, γλωσσικό όργανο, όλα συντελούν στη διαμόρφωση δυνατών και συναρπαστικών πεζογραφημάτων.
«Το αμάρτημα της μητρός μου» του Γιώργου Βιζυηνού δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Εστία» το 1883 και πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό οικογενειακό δράμα που εκτιλύσσεται στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης. Πρωταγωνιστές είναι ο αφηγητής και η μητέρα του και η αναφορά είναι ευθεία στην παιδική ηλικία του συγγραφέα. Η γλώσσα είναι αρχαΐζουσα στην αφήγηση και δημοτική στους διαλόγους, ενώ συνολικά το διήγημα χαρακτηρίστηκε ως «καινοτόμο» για την εποχή του, αποτελώντας ένα από τα σημαντικότερα στην ιστορία της ελληνικής πεζογραφίας. Μια μητέρα που άθελά της υπέπεσε σε ένα ολέθριο λάθος, σκοτώνοντας άθελά της την κόρη της σε ηλικία βρέφους, υιοθετεί κορίτσια για να αναπληρώσει το κενό της, παραμελώντας τα τρια αγόρια της και προκαλώντας την έντονη αντίδρασή τους. Διαβάζει ο ηθοποιός Μάνος Ζούρας.Για τον Γιώργο Βιζυηνό: Το πραγματικό ονοματεπώνυμό του ήταν Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης, γεννήθηκε στη Βιζύη στις 8 Μαρτίου 1849 και πέθανε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 1896 σε ηλικία 47 ετών. Ήταν Έλληνας πεζογράφος, ποιητής και λόγιος και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής λογοτεχνίας. Σπούδασε στην Ελληνική Σχολή Λευκωσίας και αργότερα στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου και ξεκινά να εκδίδει τα πρώτα του γραπτά, ποιήματα και διηγήματα. Θεωρήθηκε πρωτοπόρος και ανακαινιστής, ανοίγοντας τον δρόμο της νεοελληνικής διηγηματογραφίας, αντλώντας το αφηγηματικό του υλικό από προσωπικές και οικογενειακές μνήμες με κύρια χαρακτηριστικά τη δραματικότητα, την άρτια τεχνική και τη μυθιστορηματική πλαστικότητα των χαρακτήρων.
Η «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη αποτελεί ένα σημαντικό έργο τόσο του ίδιου του Παπαδιαμάντη, όσο και της ελληνικής λογοτεχνίας. Η πλοκή εκτυλίσσεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα, τη Σκιάθο. Κεντρικό πρόσωπο είναι η Χαδούλα ή Φραγκογιαννού, που τη ζωή της, παρουσιάζει ο συγγραφέας στα πρώτα κεφάλαια και που κυριαρχείται από την εγκληματική ιδέα της βρεφοκτονίας. Η Φραγκογιαννού σκοτώνει τέσσερα μικρά κορίτσια, θέλοντας έτσι να τα απαλλάξει απ’ τις δυσκολίες και τα πάθη που θα τους έφερνε η ζωή όπως σε όλες τις γυναίκες της εποχής της. Διαβάζει η ηθοποιός Κρίνα Δαλακλή.
Ίσως το σημαντικότερο νατουραλιστικό διήγημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αναφέρεται στην ιστορία ενός επαγγελματία ζητιάνου από τα Κράβαρα, του Τζιριτόκωστα, ο οποίος καταφέρνει με την πανουργία του να εκμεταλλευτεί και αναστατώσει ένα ολόκληρο χωριό κολίγων του θεσσαλικού κάμπου και στο τέλος να ξεφύγει ευνοημένος. Μέσα από την νατουραλιστική του νουβέλα (εκδ. 1897), η απλή παρατήρηση γίνεται φωνή διαμαρτυρίας που έχει χαρακτήρα κοινωνικής κριτικής. Άλλωστε οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες στις οποίες ζει και συγγράφει ο Καρκαβίτσας είναι ταραχώδεις. Διαβάζει η ηθοποιός Κρίνα Δαλακλή.*Για τον Ανδρέα ΚαρκαβίτσαΕίναι ο κυριότερος εκπρόσωπος (1825-1922) του ηθογραφικού διηγήματος στον ελληνικό χώρο, μετά τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ως συγγραφέας έχει έντονο λαογραφικό ύφος, σχεδόν ωμός νατουραλιστής, γεγονός που αντικατοπτρίζει την λογοτεχνική στάση αρκετών συγγραφέων της εποχής του, όπου μέσα από σύντομα ή εκτενέστερα διηγήματα περικλείουν εικόνες από την ζωή της υπαίθρου και της θάλασσας (αγροτική, ναυτική ζωή).
Κορυφαίο μυθιστόρημα της παιδικής λογοτεχνίας, πρωτοεκδόθηκε το 1932 και δεν έπαψε έκτοτε να διαβάζεται. Ο Αντώνης και τα τρία αδέρφια του, η Αλεξάνδρα, η Πουλουδιά και ο Αλέξανδρος − που ζουν μόνιμα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου − φιλοξενούνται για τις καλοκαιρινές διακοπές από τους θείους τους στην Καστέλλα του Πειραιά. Τα τέσσερα παιδιά φέρνουν τα πάνω κάτω στη ζωή των ενηλίκων. Ανάμεσά τους, ο Αντώνης, ο πιο σκανδαλιάρης από όλους αλλά ακέραιος χαρακτήρας, πρότυπο για τα αδέρφια του και μόνιμος πονοκέφαλος για τους μεγάλους , γίνεται με τις απολαυστικές περιπέτειές του σύμβολο τιμιότητας και θάρρους. Πρόκειται για τον αξέχαστο ήρωα μιας διασκεδαστικής ιστορίας, η οποία περιγράφει το συναρπαστικό καλοκαίρι του 1879 που όντως πέρασαν στην Καστέλα τα παιδιά του Εμμανουήλ Μπενάκη, δηλαδή η Πηνελόπη –η οποία στο βιβλίο «εμφανίζεται» με τη μορφή της Πουλουδιάς – και τα αδέρφια της.Διαβάζει ο ηθοποιός Θωμάς Σιέκας.Για την Πηνελόπη Δέλτα: Γεννήθηκε το 1874 και ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά του Εμμανουήλ Μπενάκη (μεγαλέμπορο βαμβακιού) και της Βιργινίας Χωρέμη. Την παιδική και εφηβική της ηλικία πέρασε στην Αλεξάνδρεια, με πολλά ταξίδια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε της παρείχε κάθε δυνατότητα για παιδεία και πνευματική καλλιέργεια, ενώ η αυταρχική ανατροφή, κυρίως της μητέρας της, διαμόρφωσε μία εύθραυστη προσωπικότητα που αρκετές φορές θεωρούσε ως μόνη διέξοδο το θάνατο. Το πρώτο της μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1909 και μέχρι το 1941 που έβαλε τέλος στη ζωή της – εξαιτίας της κλονισμένης υγείας της και μην αντέχοντας την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα –, έγραψε πληθώρα μυθιστορημάτων, διηγημάτων και παραμυθιών. Στο πεζογραφικό της έργο προσπάθησε να επιτύχει τόσο την ψυχαγωγική όσο και την ιστορική και ηθική διαπαιδαγώγηση των μικρών αναγνωστών της.
Η παραδοσιακή Ελληνική Λαμπρή μέσα από μια ιστορία με χιούμορ, ωραίους χαρακτήρες και Χριστιανικό μήνυμα… Οι Καλυβιώτες έχουν μείνει χωρίς παπά γιατί ο δικός τους ο παπα Βαγγέλης αντιμετωπίζει προβλήματα με τη συγκοινωνία και αδυνατεί να φτάσει. Έτσι φωνάζουν τον παπα-Κυριάκο από την πόλη να λειτουργήσει για την Ανάσταση. Ενώ έχει αρχίσει η λειτουργία, μια παρεξήγηση γίνεται η αιτία να «εγκαταλείψει», ενοχλημένος και φουρκισμένος την αναστάσιο ακολουθία. Τελικά όμως όλα πάνε καλά και οι Καλυβιώτες γιορτάζουν αγαπημένοι το Πάσχα.Διαβάζει ο ηθοποιός Μάνος Ζούρας.
Τρεις γυναίκες το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου ξεκινούν για το εξωκλήσι του Άι-Γιάννη για να κάνουν Ανάσταση. Στον δρόμο μαθαίνουν από έναν νέο πως συνάντησε τον Αλιβάνιστο, βοσκό που εδώ και χρόνια ζει απομονωμένος μακριά από τον κόσμο και την χριστιανική κοινωνία. Η μία γυναίκα στην κουβέντα ομολογεί ότι αυτή υπήρξε η αιτία της εξορίας του από την τοπική κοινωνία.Διαβάζει ο ηθοποιός Μάνος Ζούρας.
Δύο παιδιά, ένα οκτάχρονο κορίτσι κι ένα τετράχονο αγόρι, που έχουν χάσει τη μητέρα τους, μένουν με την άρρωστη γιαγιά τους γιατί ο πατέρας τους είναι ναυτικός. Η γιαγιά τους, που είναι φιλάργυρη, δεν παίρνει παραδουλεύτρα παρόλο που την έχουν ανάγκη κι έτσι όλες τις δουλειές-αγγαρείες τις αναθέτει στην εγγονή της. Εξαιτίας αυτής της στενάχωρης κατάστασης, η μικρούλα κάνει μια αναδρομή στο τελευταίο χαρούμενο Πάσχα που έζησαν μαζί με τη μητέρα τους…Διαβάζει η ηθοποιός Κρίνα Δαλακλή.
Το διήγημα αναφέρεται σ΄ ένα δέντρο που είχε “ερωτευτεί” ο συγγραφέας, όταν ήταν έντεκα χρονών. Αυτό το δέντρο ονόμασε Βασιλική Δρυ και με αφορμή αυτό κάνει μια αναδρομική αφήγηση στα παιδικά του χρόνια. Αφού κυλιστεί στη χλόη, στις παπαρούνες και τα αγριολούλουδα, θα ξαπλώσει κάτω από τη σκιά του δέντρου και θα κοιμηθεί. Εκεί θα ονειρευτεί τη μεταμόρφωση του δέντρου σε μια γυναικεία μορφή, την οποία ερωτεύεται. Διαβάζει ο ηθοποιός Μάνος Ζούρας.
Ηρωίδα της ιστορίας είναι η θεία Σοφούλα-Κωνσταντινιά ή Σαραντού όπως τη φώναζαν από το «Σαραντανονού». Μια γυναίκα σεβάσμια, με σύνεση, νοικοκυρωσύνη και μια καρδιά τόσο μεγάλη ώστε να χωράει παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα αλλά και βαφτιστήρια! Τη Μεγάλη Πέμπτη όλοι οι βαπτιστικοί της από τον μεγαλύτερο, που ήταν πια είκοσι ετών, μέχρι τη μικρότερη, την τελευταία βαπτιστική, τη Σοφούλα, την επισκέφθηκαν… Διαβάζει η ηθοποιός Κρίνα Δαλακλή.
Ο παπα-Διανέλλος και ο κυρ Κωνσταντός ο ψάλτης, συμφώνησαν να κάνουν την λειτουργία της Ανάστασης σ΄ έναν εξοχικό ναΐσκο για να λειτουργηθούν και οι βοσκοί και οι ξωμάχοι της υπαίθρου. Πήγε ο παπάς, αλλά ο ψάλτης δεν φάνηκε, πράγμα που ανησύχησε πολύ τον παπά, φοβούμενος ότι δεν θα λειτουργήσει. Η γριά Μαθηνώ προσφέρθηκε να αναλάβει χρέη ψάλτη παρά τις αναγνωστικές της ελλείψεις και τις αντιρρήσεις του παπά για το φύλο της. Η λειτουργία όμως έπρεπε να γίνει και ξεκίνησε. Στα μισά της λειτουργίας δυνατές φωνές τη διακόπτουν. Ήταν ο κυρ Κωνσταντός. Στο δρόμο για το ξωκλήσι και μετά από πολλές περιπέτειες, έπεσε και χτύπησε. Με τη βοήθεια ενός βοσκού, έφτασε στο ξωκλήσι και ανέλαβε το ρόλο του, λαμπριάτικος ψάλτης. Με την ολοκλήρωση της λειτουργίας άρχισε το γλέντι με χορούς και σούβλες. Διαβάζει ο ηθοποιός Μάνος Ζούρας.
Κάτω στα Βουρλίδια, έναν επίγειο παράδεισο με κελαρυστά τρεχούμενα νερά και βαθύφυλλα δέντρα, μαζεύονταν καθημερινά τα ανήλικα παιδιά του χωριού και παίζανε. Το Μεγάλο Σάββατο όμως ένα τσούρμο παιδιών της πόλης, μαγκάκια, φτάνουν στα Βουρλίδια και αρχίζουν να πειράζουν τα χωριατόπουλα που τρέχουν για να σωθούν. Ο Κώτσος, όμως λόγω της χωλότητας του, δεν προλαβαίνει να ξεφύγει, πέφτει και χτυπάει. Η γιαγιά του, η γρια Κοντονίκαινα που τον μεγάλωσε ορφανό και τον έχει δυο φορές παιδί της, ακούει τις φωνές του και πετάγεται έντρομη και αρχίζει να καταριέται τον νταή, τον Μιχάλη του Βεργή. Η γρια Κοντονίκαινα εξομολογήθηκε στον παπά Ησύχιο το κρίμα της και αυτός ενθυμούμενος παλιότερα περιστατικά με κατάρες που ειπώθηκαν το Μ. Σάββατο και πιάσανε, αρνήθηκε να την μεταλάβει την Ανάσταση. Μετά από λίγες μέρες μάθανε στο χωριό, ότι ο Μιχάλης του Βεργή από το Μ. Σάββατο το απόγευμα και για τρεις μέρες, ήταν άρρωστος βαριά. Πέρασε «το αερικό στο δέντρο». Διαβάζει η ηθοποιός Κρίνα Δαλακλή.
Ο Γιάννης του Λέκα, ο μοναχογιός της χήρας μάνας του, είναι ένα «χαρούμενο» παιδί, ιδιαίτερα θρησκευόμενο, που το περιοδεύον Στρατιωτικό Συμβούλιο δεν τον στρατολογεί, τον κηρύττει «βλάκα» και τον απαλλάσσει από κάθε στρατιωτική υποχρέωση. Όταν η Μαλαμώ, ευσεβής χριστιανή, θέλει να επισκευάσει με την βοήθεια του άνδρα της τη στέγη του ναού του Χριστού του Κάστρου, μεταφέρει στην πλάτη της τις σανίδες που θα χρειαστούν και τις αφήνει κοντά στο ναό. Όμως, το Σάββατο που πάει στο εξωκλήσι για την επιδιόρθωση οι σανίδες λείπουν…. Ξαφνικά μέσα από το ναό ακούγονται περίεργοι θόρυβοι. Είναι ο Γιάννης του Λέκα που έχει ανάψει τα καντήλια και ψέλνει το «Χριστός Ανέστη», γιατί έχει βαρεθεί τη Σαρακοστή, ποθεί το Πάσχα και το προετοιμάζει. Ο Γιάννης είναι αυτός που θα τους αποκαλύψει και τον κλέφτη. Διαβάζει η ηθοποιός Κρίνα Δαλακλή.
Μια κοπέλα η οποία σπούδασε δασκάλα, και δεν διορίστηκε, έρημη στον κόσμο καθώς είναι, χωρίς κανέναν συγγενή, πέφτει στην παγίδα που της στήνει ένας κομματάρχης, ο Ντεληκανάτας. «Αν θες έλα να μείνουμε μαζί μια και δεν έχεις πού να μείνεις κι όταν έρθει πάλι η κυβέρνησή μας, θα σε διορίσω». Αυτή παρασύρεται, μένει μαζί του, της υπόσχεται σ΄ ένα μήνα να τη στεφανωθεί, ύστερα σε δύο, μετά σ΄ ένα χρόνο κι έπειτα από χρόνια πολλά ο γάμος ξεχνιέται και η κοπέλα μένει αστεφάνωτη μέσα στον πόνο της ατίμωσης. Διαβάζει η ηθοποιός Κρίνα Δαλακλή.
Η ζωή του παιδιών στο έργο του Παπαδιαμάντη, άλλοτε γλυκιά κι άλλοτε πικρή, με ελπίδες που δεν προλαβαίνουν ν΄ ανθήσουν ή διαψεύδονται κατά την ενηλικίωση, εμπεριέχουν όλη την αθωότητα και τη σκληρότητα της εποχής τους. Στο διήγημα αυτό ο αφηγητής που ταυτίζεται με τον συγγραφέα αναφέρεται στην αγάπη που είχε η Κούλα, ένα μικρό εξώγαμο κορίτσι, που το μεγαλώνει μια γυναίκα που το συμπόνεσε, στους πασχαλινούς ψαλμούς. Διαβάζει η ηθοποιός Κρίνα Δαλακλή.
Ο μπάρμπα-Πίπης είναι ένας Ιταλο-Κερκυραίος γέροντας, «σχεδόν» αρχιτέκτων στο επάγγελμα που έχει ταξιδέψει πολύ στη ζωή του. Άνθρωπος τίμιος, που απεχθανόταν την ιδιοτέλεια και την πονηρία, μα εκτιμούσε ιδιαίτερα την τιμιότητα. Ο μπάρμπα-Πίπης είχε κάνει τάμα στον Άγιο Σπυρίδωνα, πολιούχο της Κέρκυρας και προστάτη του: κάθε Μεγάλο Σάββατο να κατεβαίνει πεζός από την Αθήνα στον Πειραιά, να ακούει το Χριστός Ανέστη στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα και έπειτα να επιστρέφει και πάλι πεζός. Διαβάζει ο ηθοποιός Στέλιος Μοίρας.