Ο Χρήστος Χωμενίδης θυμάται ότι το 1981 για να αποκτήσεις τηλεφωνική σύνδεση στο σπίτι, χρειαζόταν πολιτικό «μέσο»! Κάνει μια βόλτα στις δεκαετίες του 50, του 60 και του 70 για να θυμηθούν οι παλαιότεροι και να μάθουν οι νεότεροι τι ήταν «η κουτσομπόλα», το «ντούμπλεξ», οι «τηλεφωνικές φάρσες» και το «πάρε το μηδέν». Και θυμάται έναν Έλληνα σκηνοθέτη που συνάντησε το 2009 στη Νέα Υόρκη και είχε ως πολύτιμο θησαυρό, αντιγραμμένο σε 10 κασέτες, το μήνυμα του Μάρλον Μπράντο στον τηλεφωνητή του: “Hi Yiannis. This is Marlon!”. Και επιστρέφει στον σημερινό, ψηφιακό κόσμο, όπου «οι άνθρωποι αλλάζουν συχνότερα κατοικία παρά e-mail. Και όπου όλοι κινούμαστε αενάως σ΄έναν αόρατο κυβερνοχώρο, σ΄ένα cloud, άλλοτε υφαίνοντας σαν αράχνες το δίκτυο, άλλοτε πιασμένοι σαν μυγάκια στα δίχτυα».
Η ιστορία μας ξεκινά κατακαλόκαιρο του 1976 στο χωριό Λάκωνες της Κέρκυρας. Ο Μίμης κατεβαίνει στο κελάρι του σπιτιού για να γεμίσει μια νταμιτζάνα με κοκκινέλι. Κι εκεί τη γνωρίζει… Γνωρίζει την Ντα, όπως εκείνος επέλεξε να την αποκαλεί. Τι ακριβώς όμως είναι η Ντα; Και ποια ανεξέλεγκτη επιρροή ασκεί πάνω του καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του; Ο Μίμης μεγαλώνει, σπουδάζει, παντρεύεται, κάνει παιδιά, αρρωσταίνει βαριά, και η Ντα είναι πάντα «εκεί», στο μυαλό του, στη ζωή του, να αναστατώνει τη σκέψη του και το κορμί του. Μέχρι το τέλος.
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, σε θέρετρο του Ευβοϊκού και στο ξενοδοχείο «Μιστράλ», ο έφηβος Χρήστος Χωμενίδης μαθαίνει στην πράξη τι εννοεί το αστείο ότι η παντρεμένη Δέσποινα «πιάνει πάντα το πιο ψηλοτάβανο δωμάτιο του ξενοδοχείου, για να χωράνε τα κέρατα τού Τέλη της!». 40 χρόνια αργότερα συναντάει τον «κερατά Τέλη», 80χρονο πλέον και του αποκαλύπτει ότι όταν η Δέσποινά του έκανε ντόλτσε βίτα στο Μιστράλ, εκείνος οργίαζε στην Αθήνα και ότι όσο περισσότερο μιλάς για τον έρωταμ, τόσο λιγότερο έρωτα κάνεις. Μια διδακτική διαχρονική ιστορία έρωτα και απιστίας.
Το ταξίδι στην Αφρική έδωσε στον συγγραφέα Χρήστο Χωμενίδη άφθονο υλικό. Με αφετηρία αληθινά γεγονότα, εμπνεύστηκε το διήγημα «Η προίκα μου από την Αφρική». Πρωταγωνιστούν τα μέλη της ελληνικής κοινότητας στη χώρα, ο Μητροπολίτης τους -σε ρόλο αποτυχημένου επενδυτή με τις δωρεές τους-, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας και ο απεσταλμένος του να κατευνάσει τα πνεύματα, αρχιμανδρίτης Τιμόλαος. Μια ανατρεπτική ιστορία με απρόσμενο τέλος.
Ο Χρήστος Χωμενίδης έφτασε στην Κένυα για να ξεχάσει τον έρωτά του για μια τραγουδίστρια. Το πρώτο βράδυ στο Ναϊρόμπι, μετά την ντισκοτέκ “Florida 2000” και τα «πρόθυμα» κορίτσια, βρέθηκε μέσα σ΄ένα παλιό λονδρέζικο ταξί να περιφέρεται στην πόλη: «Αν με ρωτούσατε πώς είναι ένα γκέτο, θα σάς περιέγραφα εκείνη τη γειτονιά, την οποία διέσχισα με άγνοια ίσως κινδύνου. Στενοί χωματόδρομοι. Ρυάκια με νερά -αποχετεύσεις μάλλον- να κυλάνε στην άκρη τους. Τενεκεδένια παραπήγματα. Παιδάκια να παίζουν στο μισοσκόταδο. Σε κάθε αυλίτσα υπήρχε ένα μεταλλικό βαρέλι. Μέσα του έκαιγε φωτιά. Γύρω του άνθρωποι κάθονταν ανακούρκουδα και έκαναν παρέα, καπνίζοντας και πίνοντας -από μπουκάλια που άλλαζαν χέρια- ποιος ξέρει τι… Κάπου-κάπου άκουγες τρανταχτά γέλια ή τραγούδια. Η ίδια αίσθηση που είχα πρωτοδοκιμάσει στην Αίγυπτο και με είχε ωθήσει να έρθω στη βαθιά Αφρική. Όχι έντιμη φτώχεια. Εύθυμη φτώχεια. Ευφρόσυνη».
Ο Χρήστος Χωμενίδης θυμάται πώς βρέθηκε τον Αύγουστο του 2000 μόνος στην Κένυα, να ταΐζει γεράκια και να διασχίζει νύχτα το γκέτο του Ναϊρόμπι μέσα σε ένα παμπάλαιο λονδρέζικο ταξί: «Λαχταρούσα να επιστρέψω στην Αφρική και να κατηφορίσω προς τον ισημερινό. Όχι για να θαυμάσω παράξενα τοπία και θηρία. Μα για να εκτεθώ σε εκείνη την αλλιώτικη, τη συναρπαστική αίσθηση: να βλέπω τους ανθρώπους να ρουφάνε τις στιγμές ως ευλογία, να τιμάνε τη ζωή στην πρώτη της -τη μυστική για εμάς τους Δυτικούς- αξία!». Αναρωτιέται όμως ακόμη μήπως ταξίδεψε στην άλλη άκρη του κόσμου, για να λησμονήσει την ωραία τραγουδίστρια, που του είχε κάψει -και της είχε κάψει- την καρδιά…
Το 1989, που έπεσε το Τείχος του Βερολίνου, ο Χρήστος Χωμενίδης φοιτούσε στη Νομική Σχολή και με συμφοιτητές του βρέθηκαν καλεσμένοι του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ στη Μόσχα, σε ένα πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών. Ο συγγραφέας θυμάται τι του έκανε εντύπωση εκείνους τους μήνες στην πρωτεύουσα της τότε Σοβιετικής Ένωσης, την εποχή της περεστρόικα: «Η παραγωγή αγαθών στα τέλη των 80ς είχε πέσει σε πλήρες τέλμα. Τα μοναδικά προϊόντα που πωλούνταν σε αφθονία ήταν κομπόστες σε μεγάλα βάζα και λαστιχένιες γαλότσες. Τα ήθη ήταν εντυπωσιακά ελεύθερα. Δεν εννοώ εκπορνευμένα. Οι γυναίκες απλώς ένιωθαν αυτεξούσιες, κοινωνικά ισότιμες, απαλλαγμένες από την πατριαρχία και από τις θρησκευτικές προκαταλήψεις. Οι νέοι ζούσαν όσο πιο έντονα μπορούσαν. Η αδυναμία καταναλωτικής εκτόνωσης τους έκανε να μοιάζουν πιο ουσιαστικοί».
Ο Χρήστος Χωμενίδης παρατηρεί ότι όλα έχουν αλλάξει στην Κυψέλη, εκτός από το μπουρδέλο στην οδό Δροσοπούλου. Θυμάται τις εφηβικές αντιδράσεις από τις επισκέψεις τους στο σπίτι με το φωτάκι, αλλά εκείνο που δεν θα ξεχάσει είναι η τελευταία του φορά: «ήταν μια από τις ωραιότερες κοπέλες που είχα δει ποτέ μου. Σωστή πριγκίπισσα Ινδιάνα έμοιαζε.Τη στιγμή που έβγαινε από το δωμάτιο, κοίταξε το μαθητικό σακίδιό μου, πάνω στο οποίο είχα γράψει στίχους ροκ συγκροτημάτων και σουρεαλιστών ποιητών. “Θα διαβάζεις πολύ εσύ;” συμπέρανε. “Πες μου, σε παρακαλώ, τι σημαίνει η λέξη αχλύς;” Σταμάτησε το μυαλό μου, στέγνωσε το στόμα μου. “Δεν θυμάμαι…” τραύλισα. «Καλά, δεν πειράζει...» είπε απογοητευμένη και εξαφανίστηκε».
Ο Χρήστος Χωμενίδης θυμάται την πορεία του καρκινοπαθή πατέρα του προς τον θάνατο, ενώ παράλληλα άνθιζε η δική του εφηβεία. «Η κορτιζόνη, είναι μαγικό φάρμακο, σε οδηγεί χορεύοντας στον τάφο -είχε πει κάποιος γιατρός- και πραγματικά στο σπίτι ζήσαμε 4 μήνες μια αλλόκοτη κατάσταση. Φίλοι και γνωστοί κατέφθαναν για να τον αποχαιρετήσουν και στο σαλόνι μας στηνόταν κάθε βράδυ κανονικό πάρτι. Κρασί, μεζέδες, μουσική στο πικάπ… Μέχρι που χόρεψε και ζεϊμπέκικο με το εντελώς δικό του στυλ που θύμιζε φοξ τροτ». Την ίδια ώρα, ο έφηβος Χρήστος ζήταγε «παρηγοριά» στη μεγαλύτερη 16χρονη ξαδέρφη του, απλώνοντας το χέρι του στο στήθος της, στο σκοτάδι μιας αίθουσας σινεμά...
«Υποψιάζομαι -μου ψιθύρισε η φίλη μου η Βάλη- ότι ο μεγάλος μου αδελφός είναι μέλος της 17 Νοέμβρη. Έχει στο διαμέρισμά του ολόκληρο οπλοστάσιο… Όταν εμφανίστηκε η 17Ν ήμουν 9 ετών και όταν η βόμβα έσκασε στα χέρια του Σάββα Ξηρού κόντευα τα 36». Ο Χρήστος Χωμενίδης κάνει μια αναδρομή στα χρόνια που μια γενιά μεγάλωσε με την Οργάνωση-φάντασμα. Θυμάται τα χτυπήματα και τις προκηρύξεις, τη στάση των πολιτικών και του κόσμου, τους ένθερμους υποστηρικτές και τις θύελλες των συζητήσεων που προκαλούσε. Για να φτάσει στην εξάρθρωση, στη σύλληψη των μελών της και στη δίκη. «Μου θύμισαν επιβάτες ενός ΚΤΕΛ που έχει βγει από κάθε χαραγμένο δρόμο. Του λεωφορείου της ισόβιας ματαίωσης, της εχθροπάθειας, της εκδικητικότητας… Ενός μακάβριου λεωφορείου που επιμένει να διασχίζει πάνω-κάτω την Ελλάδα».
Ο Χρήστος Χωμενίδης θυμάται ότι στα σχολικά χρόνια η εμφάνισή του είχε καθορίσει τη μοίρα του: το ύψος, το μαλλί-αφάνα, το ντύσιμό του: «Θυμάμαι στο σχολικό πούλμαν να βαδίζω στον διάδρομο και χέρια να απλώνονται, να πιάνουν και να ανακατεύουν τα μαλλιά μου. «Θάμνο!» να με φωνάζουν και «Ζουλού!» και «Λευκό Αραπάκι!». Η καζούρα ήταν κάτι που απασχολούσε μόνο τα παιδιά: οι δάσκαλοι πίστευαν ότι η κοινωνία των παιδιών αυτορρυθμίζεται και κανένα παιδί δεν ήθελε να ανακατευτούν οι γονείς του σε τέτοια θέματα. Σήμερα, ως πατέρας μικρής κόρης, ο Χρήστος Χωμενίδης πιστεύει ότι «πρέπει να προστατεύουμε τα πιο αδύνατα παιδιά από το μπούλινγκ αλλά να αφήσουμε τα βλαστάρια μας να μάθουν να διεκδικούν τον ζωτικό τους χώρο και να προετοιμαστούν για τις συνθήκες της ενήλικης ζωής».
Ο Χρήστος Χωμενίδης θυμάται τη σχέση που είχε με τον ύπνο, από μικρό παιδί μέχρι σήμερα: «Στο Δημοτικό, το έχεις μαράζι να σε αφήσουν μια φορά να ξενυχτήσεις μέχρι τελικής πτώσεως. Στο Λύκειο ξεκινάς τα μεγάλα ξενύχτια, αλλά δεν κραιπαλιάζεις, μελετάς για τις Πανελλαδικές. Με το που θα πετύχεις, βγάζεις τα απωθημένα σου και κάνεις τη νύχτα μέρα». Θυμάται μια αποτυχημένη ερωτική προσπάθεια που έκανε μεθυσμένος, όταν υπηρετούσε στο ναυτικό, και πώς κατέληξε να κοιμάται δίπλα από τον κάδο για τα σκουπίδια...
Ο Χρήστος Χωμενίδης κάνει μια αναδρομή από τα αυστηρά και υποκριτικά ήθη της μεταπολεμικής Ελλάδας απέναντι στην ερωτική επιθυμία, στην εισαγωγή της σεξουαλικής επανάστασης μαζί με τη ροκ, που συνέπεσε με τη χούντα, στην ελευθεριότητα στα χρόνια του lifestyle και φτάνει στις μέρες μας: «Δεν θα ΄θελα με τίποτα να είμαι σήμερα 16, 18, 25 χρονών. Δέσμιος στα ντουζένια μου της πανδημίας. Ελεγχόμενος σε κάθε βήμα μου από την πολιτική ορθότητα. Από αυτό το μεταμοντέρνο σαβουάρ βιβρ, που όσο και αν αναδεικνύει, όσο και αν προστατεύει τα δικαιώματα των μειονοτήτων, έχει στο βάθος μια οσμή νεο-πουριτανισμού. Βάζει την επιθυμία σε καλούπια και κανάλια. Τη στραβοκοιτάει σαν απειλή...»
Ο Χρήστος Χωμενίδης θυμάται πώς ξεκίνησε και ποια ήταν (και είναι) η σχέση του με τον Θεό: «Σε ηλικία πέντε -ίσως και τεσσάρων- χρονών, είχα σχηματίσει μια εντελώς συγκεκριμένη εικόνα για τον Θεό. Τον είχα τοποθετήσει στην επάνω αριστερά κόχη του δωματίου μου. Εκεί αραχνούλες ύφαιναν ένα πυκνό σχετικά δίχτυ που καμιά ταβανόσκουπα δεν είχε σαρώσει. Από το κρεβάτι μου -ιδίως τις νύχτες, που μου έσβηναν τα φώτα και άφηναν στην πρίζα μόνο ένα πράσινο λαμπάκι για να μη με τρομάζει το απόλυτο σκοτάδι- από το κρεβάτι μου τον έβλεπα καθαρά. Ή έτσι νόμιζα...».
Ο Χρήστος Χωμενίδης πιστεύει ότι «σε αντίθεση με το σεξ και με το ποδήλατο που δεν ξεχνιούνται ποτέ, οι κοινωνικές δεξιότητες αποτελούν ένα λεπτό λούστρο – τρεις μήνες καραντίνας αρκούν για να ξεφτίσει». Αναρωτιέται πώς θα είμαστε όταν ξαναβγούμε έξω για φαγητό και καταλήγει: «Ο παράδεισος για μένα εξακολουθεί να είναι ένα μεγάλο τραπέζι, ξέχειλο από λιχουδιές, όπου γνωστοί και φίλοι ξεπατώνουν τις μπουκάλες του κρασιού, φλερτάρουν, αλληλοπειράζονται, βγάζουν τα εσώψυχά τους κι εγώ τους τραγουδάω. Έστω και παράφωνα!»
«Το δόγμα που επικρατούσε στο πρότυπο σχολείο μου ήταν πως κάθε άνθρωπος έχει ταλέντο σε ένα τουλάχιστον σπορ – αρκεί να το ανακαλύψει και να το καλλιεργήσει για να διαπρέψει». Ο Χρήστος Χωμενίδης δοκίμασε αλλά δεν είχε ταλέντο σε κανένα και υπέκυψε για λίγο μόνο ακολουθώντας το κρυφό του ειδύλλιο, την Κάκια, στο γυμναστήριο. Τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί σε δεινό αστικό περιπατητή: «Διασχίζω το κέντρο της Αθήνας – διανύω ακόμα και δέκα χιλιόμετρα την ημέρα. Στους δρόμους μου έχω δύο πολύτιμους βοηθούς. Το ρολόι μου, που μετράει βήματα και αποστάσεις, και τα ακουστικά. Φτιάχνω το προσωπικό μου σάουντρακ, κατά τα κέφια της κάθε διαδρομής. Με κοιτάζουν χλευαστικά ίσως οι διπλανοί μου στη διάβαση καθώς κουνάω τα χέρια μου διευθύνοντας μια αόρατη ορχήστρα. Σκασίλα μου! Μόλις ανάψει πράσινο, τούς προσπερνάω».
«Το να ταξιδεύω μόνος και χωρίς κανένα πρόγραμμα με συνάρπαζε. Μη έχοντας να δίνω λόγο παρά μόνο στον εαυτό μου, άνοιγα -πίστευα- διάπλατα τις θύρες για το απρόοπτο. Οι 1.500 λίρες στο πορτοφόλι μου (ποσό αστρονομικό για τα δεδομένα μου) ενίσχυαν την ψευδαίσθηση της απόλυτης ελευθερίας». Το 1991, ο Χρήστος Χωμενίδης μεταπτυχιακός φοιτητής στο Λιντς, άφηνε πίσω του τις σπουδές και ξεκινούσε ένα επεισοδιακό ταξίδι που κατέληξε στο Τσέπελ, προάστιο της Βουδαπέστης.
Ο Χρήστος Χωμενίδης γυρνάει κάποια χρόνια πίσω και θυμάται τον έρωτα του φίλου του Κώστα για την Νεκταρία σε καλοκαιρινές διακοπές. Η επιστροφή στην Αθήνα, όμως, περιλαμβάνει εκπλήξεις: ένα περίπτερο που όλη η οικογένεια της Νεκταρίας το υπηρετεί με μανιακή υστερία, όπως και τον ανάπηρο στον οποίο είναι η άδεια. Τι απέγινε μ΄ αυτόν τον έρωτα και την ξαναείδε άραγε ποτέ τη Νεκταρία ο συγγραφέας;
Παριστάνοντας τους δημοσιογράφους, ο Χρήστος Χωμενίδης κι ένας συμφοιτητής του, χτυπούσαν κουδούνια για να γνωρίσουν κόσμο, κατά προτίμηση πρόθυμα για παρέα κορίτσια, μέχρι που το πέτυχαν. Ο συγγραφέας θυμάται τι έκαναν νεαροί φοιτητές και σημειώνει: «Το μόνο που μού μοιάζει πλέον εντελώς ξένο είναι η ενέργεια που είχαμε, το πείσμα, να τριγυρνάμε ζαλωμένοι με μια πρωτόγονη βιντεοκάμερα και με το βαλιτσάκι της στην πόλη, κάθε τόσο να σταματάμε και να οσμιζόμαστε τον αέρα σαν κυνηγιάρικα σκυλιά. Ίσως να λέγεται νεότητα».
Ο Χρήστος Χωμενίδης ανακαλεί στη μνήμη του τις θεατρικές παραστάσεις που έχει δει από παιδί. Θυμάται το «Ελεύθερο Θέατρο», το «Θέατρο Τέχνης» και τη συνάντηση που είχε με τον Κάρολο Κουν, όταν ήταν έφηβος, τις τρεις παραστάσεις που έχουν χαραχτεί βαθιά μέσα του και το πόσο θηριώδεις ηθοποιοί ήταν ο Αλέξης Μινωτής και ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ.
fan
ποσο γνωριμα ολα αυτα που περιγραψατε για την εποχη μας κ ακομα Παφα Πουφα!☺