DiscoverDW | Greek - Επισκόπηση τύπουHandelsblatt: Το πολιτικό «rebranding» του Αλέξη Τσίπρα
Handelsblatt: Το πολιτικό «rebranding» του Αλέξη Τσίπρα

Handelsblatt: Το πολιτικό «rebranding» του Αλέξη Τσίπρα

Update: 2025-10-23
Share

Description

Εκτενές αφιέρωμα στον Αλέξη Τσίπρα δημοσιεύει η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt, με αφορμή το «rebranding», όπως το αποκαλεί η γερμανική εφημερίδα, που επιδιώκει ο άλλοτε πρωθυπουργός της Ελλάδας.



«Ο Τσίπρας συγκαταλέγεται στις πιο αμφιλεγόμενες μορφές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας». Το 2015 «μαζί με τον τότε υπουργό Οικονομικών, Γιάνη Βαρουφάκη, οδήγησε τη χώρα σε μια δραματική αντιπαράθεση με τους διεθνείς πιστωτές και ρίσκαρε τη χρεοκοπία του κράτους. Στο τέλος ο Τσίπρας υπέκυψε στους δανειστές και αποδέχθηκε ένα πακέτο διάσωσης της ΕΕ με αυστηρούς όρους λιτότητας – το τρίτο κατά σειρά».



Από την ήττα στις εκλογές του 2019 και μέχρι το 2023 «ο ΣΥΡΙΖΑ είχε χάσει πέντε αναμετρήσεις, μεταξύ αυτών και τις ευρωεκλογές, και ο Τσίπρας παραιτήθηκε από την ηγεσία του κόμματος. Χωρίς τον χαρισματικό του ηγέτη το κόμμα κατέρρευσε ακόμα περισσότερο στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. […] Σε πρόσφατη δημοσκόπηση συγκεντρώνει πλέον μόλις 4,3%».



Η Handelsblatt σχολιάζει ακόμα πως στη Βουλή το τελευταίο διάστημα «ο Τσίπρας περιοριζόταν στον ρόλο του απλού βουλευτή των πίσω εδρών – και αυτό όταν αποφάσιζε να εμφανιστεί στο κοινοβούλιο – καλλιεργώντας την εικόνα ενός έμπειρου πολιτικού άνδρα που επιχειρεί να προσεγγίσει ψηφοφόρους του πολιτικού κέντρου.



Στο πολιτικό του rebranding συνέβαλαν και οι διαλέξεις που έδωσε στο αμερικανικό πανεπιστήμιο Χάρβαρντ την άνοιξη, καθώς και μια ομιλία στο γαλλικό πανεπιστήμιο της Σορβόννης στις αρχές Οκτωβρίου, όπου εξέφρασε τη λύπη του για το "κενό ηγεσίας στην Ευρώπη".



[…] Αν και το πρώην κόμμα του έχασε σημαντικά την εμπιστοσύνη των πολιτών, ο ίδιος ο Τσίπρας εξακολουθεί να διαθέτει μια πιστή βάση υποστηρικτών», σημειώνει περαιτέρω η οικονομική επιθεώρηση. «Σύμφωνα με δημοσκόπηση του ινστιτούτου MRB, το 22% των ερωτηθέντων θα ψήφιζαν "σίγουρα" ή "πιθανότατα" ένα νέο κόμμα που θα ίδρυε εκείνος. Το 73% βέβαια θεωρεί κάτι τέτοιο "απίθανο" ή "εντελώς αδύνατο". Η επιστροφή του Τσίπρα στην εξουσία επομένως φαντάζει μάλλον απίθανη υπό τις παρούσες συνθήκες. Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια στη χώρα όμως θα μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ του».



Η Handelsblatt επισημαίνει πως «ο συντηρητικός πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει οδηγήσει από το 2019 την Ελλάδα σε μια σταθερή πορεία οικονομικής ανάπτυξης και έχει εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά. Θεωρείται εγγύηση πολιτικής σταθερότητας στις χρηματαγορές. Στο εσωτερικό όμως χάνει έδαφος. Η ανάπτυξη δεν διευκολύνει τις ζωές μεγάλου μέρος των πολιτών και τα πραγματικά εισοδήματα παραμένουν χαμηλότερα από τα προ κρίσης επίπεδα», ενώ σε αυτά έρχονται να προστεθούν και σκάνδαλα, όπως αυτό του ΟΠΕΚΕΠΕ.



«Σύμφωνα με τη Metron Analysis, το 71% των πολιτών δηλώνει δυσαρεστημένο με το έργο του Μητσοτάκη, ενώ η Νέα Δημοκρατία εμφανίζεται στις τελευταίες δημοσκοπήσεις μόλις στο 28%, από 41% που είχε στις εκλογές του 2023».



Κατά τη Handelsblatt,στο κατακερματισμένο ελληνικό κομματικό τοπίο «ο Τσίπρας θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί τις συνθήκες. Το 2015 ήταν η οικονομική κρίση που έφερε εκείνον και τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και τώρα μια νέα κρίση θα μπορούσε να προκαλέσει κάτι παρόμοιο».



Είναι πράγματι ελκυστική η Ελλάδα για ξένους επενδυτές;



Η WELT αναλύει από την πλευρά της τις πτυχές του ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης.



Η Ελλάδα μειώνει το χρέος της, παρουσιάζει ανάπτυξη μεγαλύτερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου, έχει κάθε χρόνο πλεόνασμα. «Όλα φαίνονται να πηγαίνουν καλά. Ωστόσο, μπορεί να δει κανείς και μία διαφορετική πλευρά. Η οικονομική ανάπτυξη στηρίζεται σε δύο τομείς: τον τουρισμό και τις κατασκευές. Αν και πλέον οι απασχολούμενοι είναι περισσότεροι, στους τομείς αυτούς καταβάλλονται χαμηλοί μισθοί, ενώ τα πραγματικά εισοδήματα έχουν μειωθεί εξαιτίας του πληθωρισμού.



Το επίπεδο ευημερίας της Ελλάδας παραμένει σήμερα περίπου πέντε ποσοστιαίες μονάδες κάτω από αυτό του 2007. Η παραγωγή και οι εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, που θα μπορούσαν να στηρίξουν καλύτερους μισθούς, παραμένουν στάσιμες. Η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας είναι η χαμηλότερη από όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ. Έτσι λοιπόν δεν βοηθά το γεγονός ότι οι Έλληνες εργάζονται τις περισσότερες ώρες στην Ευρωζώνη».



Κάνοντας ειδική μνεία και στα σκάνδαλα της ελληνικής κυβέρνησης, από τα Τέμπη έως τον ΟΠΕΚΕΠΕ, η WELT παρατηρεί ακόμα πως αυτά «επηρεάζουν αρνητικά την εμπιστοσύνη των πολιτών» σχετικά με τις κυβερνητικές προθέσεις για πάταξη της διαφθοράς. Παράλληλα, «σε αυτό προστίθενται και άλλα διαρθρωτικά προβλήματα, όπως η απουσία μεταρρυθμίσεων στη δικαιοσύνη». Κατά το γερμανικό μέσο, όλα αυτά δεν καθιστούν ελκυστική την Ελλάδα «για επενδυτές και καινοτόμες επιχειρήσεις που θα ήθελαν να δημιουργήσουν προϊόντα υψηλής αξίας στην Ελλάδα. Τέτοιοι επενδυτές εξακολουθούν να εμφανίζονται σπανίως – διότι προφανώς θεωρούν ότι συνεχίζουν να υπάρχουν απρόβλεπτοι κίνδυνοι που δρουν ως αποτρεπτικός παράγοντας».



Η Ελλάδα χρειάζεται ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις



Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα το σκεπτικό της, η WELT εκτιμά πως «μέχρι σήμερα η Ελλάδα έχει αποτύχει να αξιοποιήσει πραγματικά τη συμμετοχή της στην ΕΕ για να οικοδομήσει θεσμούς που θα διευκόλυναν την υλοποίηση καινοτόμων επενδύσεων. Υπό αυτό το πρίσμα ακόμα και οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη μοιάζουν απελπισμένες. Η θέσπιση εξαήμερης εργασίας ή εργάσιμης ημέρας 13 ωρών για την αύξηση των χαμηλών μηνιαίων αποδοχών αντιμετωπίζει απλώς τα συμπτώματα, δίχως να οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγικότητας (μάλλον το αντίθετο) ούτε και σε επενδύσεις προς την κατεύθυνση προϊόντων υψηλότερης αξίας».



Κατά το γερμανικό μέσο, «εάν η ελληνική κυβέρνηση θέλει να φέρει πραγματική ευημερία στη μεσαία τάξη, πρέπει να θέσει πιο φιλόδοξους στόχους. Μακροπρόθεσμα ο πλούτος δεν αυξάνεται στριμώχνοντας περισσότερους τουρίστες σε ένα νησί, αλλά μέσα από τεχνολογικές καινοτομίες που οδηγούν στην παραγωγή προϊόντων υψηλότερης αξίας, σε περισσότερες εξαγωγές και ανάπτυξη».



Η κυβέρνηση πρέπει να ξεκινήσει «τρεις σημαντικές μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να γίνει η χώρα πιο ελκυστική για επενδυτές. Πρώτον, η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει περισσότερο στην έρευνα και την ανάπτυξη και να προάγει τη συστηματικότερη συνεργασία μεταξύ επιστήμης και επιχειρήσεων – δύο τομείς που στη χώρα εξακολουθούν να λειτουργούν διακριτά. Δεύτερον, πρέπει να συνεχιστεί η διαδικασία μεταρρυθμίσεων, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης. […] Και τρίτον, η συγκεντρωτική κυβέρνηση πρέπει να αρχίσει να επιτρέπει στην τοπική αυτοδιοίκηση να κάνει περισσότερα πράγματα και να κατανέμει αρμοδιότητες. Η ελκυστικότητα μιας περιοχής εξαρτάται και από το τοπικό επιχειρηματικό κλίμα.



Η παρούσα κυβέρνηση βρίσκεται ήδη στα μέσα της θητείας της – τα ποσοστά αποδοχής 41% του 2023 έχουν όμως πλέον μειωθεί περίπου κατά το ήμισυ εξαιτίας των πρόσφατων κρίσεων. Υπάρχουν, επομένως, λόγοι να συνεχιστεί επιτέλους η τόσο αναγκαία μεταρρυθμιστική προσπάθεια», καταλήγει η WELT.


Κείμενο: Γιώργος Πασσάς

Comments 
In Channel
loading
00:00
00:00
x

0.5x

0.8x

1.0x

1.25x

1.5x

2.0x

3.0x

Sleep Timer

Off

End of Episode

5 Minutes

10 Minutes

15 Minutes

30 Minutes

45 Minutes

60 Minutes

120 Minutes

Handelsblatt: Το πολιτικό «rebranding» του Αλέξη Τσίπρα

Handelsblatt: Το πολιτικό «rebranding» του Αλέξη Τσίπρα

Γιώργος Πασσάς